- στυγηρός
- -ά, -όν, Α(κατά τον Ησύχ.) στυγερός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού στυγερός, κατά τα επίθ. σε -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυγηρά — στυγηρός neut nom/voc/acc pl στυγηρά̱ , στυγηρός fem nom/voc/acc dual στυγηρά̱ , στυγηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγηρῶν — στυγηρός fem gen pl στυγηρός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγηρόν — στυγηρός masc acc sg στυγηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγηρῷ — στυγηρός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek